- μεγάλος
- -η, -ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, -η, -ο[ν], ουδ. και μέγαν)1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ. «μέγας θυμός», Ευρ.)2. αυτός που έχει συμπληρώσει τη σωματική του ανάπτυξη, ενήλικος («μήτε μέγαν μήτ' οὖν νεαρῶν τιν'», Αισχύλ.)3. υπερμεγέθης, πελώριος4. ψηλός («ὄρεος μεγάλοιο», Ομ. Ιλ.)5. αχανής, απέραντος («πέλαγος μέγα μετρήσαντες», Ομ. Οδ.)6. μακρός7. πολύ δυνατός, πανίσχυρος, παντοδύναμος («μεγάλη ή Ἄρτεμις Ἐφεσίων», ΚΔ)8. λέγεται ως τίτλος ή προσωνυμία μοναρχών, βασιλέων ή, γενικά, ανθρώπων που εξέχουν (α. «ο Μέγας Αλέξανδρος» β. «Πομπήιος ο μέγας»)9. ο πρεσβύτερος από δύο άτομα που έχουν το ίδιο όνομα («Σκιπίων ὁ μέγας», Πολ.)10. (για τα στοιχεία τής φύσης) σφοδρός, ορμητικός («Βορέης ἄνεμος μέγας», Ομ. Οδ.)11. (για ήχο) ισχυρός, βροντώδης12. (για κατάσταση, ενέργεια κ.λπ.) αξιόλογος, σημαντικός, σπουδαίος («ὄμοσεν μέγαν ὅρκον», Ομ. Ιλ.)13. πομπώδης, υπερήφανος, αλαζονικός (α. «μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο να μην πεις», παροιμ.β. «φρονῶ τὰ μεγάλα» — έχω αλαζονικές ιδέεςγ. «μὴ μέγα λέγε», Πλάτ.)14. αυτός που έχει μακρά διάρκεια15. φρ. α) «Μεγάλη Ελλάς» — οι ελληνικές πόλεις που είχαν ιδρυθεί στη νότια Ιταλία και στη Σικελία κατά την αρχαιότηταβ) «Μεγάλη Άρκτος» — αστερισμός τού βόρειου ημισφαιρίουνεοελλ.1. (για λαό, εθνότητα, ιστορική περίοδο ή ιστορικό γεγονός) υπέροχος, εξαίρετος («η μεγάλη εποχή τού Περικλέους»)2. (για γιορτή) επίσημη, εξέχουσα3. (για πρόσ.) α) πολύ ηλικιωμένοςβ) αυτός που βρίσκεται σε σχετικά ώριμη ηλικία («παντρεύτηκε μεγάλος»)γ) αυτός που έχει μια ιδιότητα ή πείρα ανεπτυγμένη σε μεγάλο βαθμό (α. «μεγάλος κατεργάρης» β. «μεγάλος μάστορας»)4. φρ. α) «Μεγάλη Ιδέα» — το ιδεώδες που κυριάρχησε στους Έλληνες από τον 19ο αιώνα ώς την τρίτη δεκαετία τού 20ού και απέβλεπε στην απελευθέρωση όλων τών Ελλήνων που βρίσκονταν υπό ξένη κυριαρχία και στην αποκατάσταση τού ελληνισμού σε μεγάλο ενιαίο κράτοςβ) «Μεγάλη Εβδομάδα» — η τελευταία εβδομάδα τής Σαρακοστής, η εβδομάδα τών παθών τού Χριστούγ) «μεγάλος δούκας» ή «μεγάλος πρίγκιπας» — τίτλος ηγεμόνων πριγκίπων που βρίσκονταν ιεραρχικά μεταξύ βασιλέων και δουκώνδ. «Μεγάλος Μογγόλος» — ένα από τα πιο ονομαστά διαμάντια τού κόσμουε) «μεγάλα λόγια» — ανόητες διαβεβαιώσεις ή υποσχέσεις χωρίς αντίκρυσμαστ) «μεγάλος αέρας» — αρχοντική εμφάνισηζ) «μεγάλη στραβομάρα» — αδικαιολόγητη αβλεψία ή άγνοιαη) «μεγάλη γλυκαγκαθιά» — κοινή ονομασία τού φυτού Berberis vulgaris τού γένους βερβερίςθ) «μεγάλο βοτάνι» — κοινή ονομασία τού φυτού Αristolochia cretica τού γένους αριστολόχιαι) «μεγάλος ασπάλαθος» — κοινή ονομασία τού φυτού Calycotoma infesta τού γένους καλυκοτόμηνεοελλ.-μσν.αυτός που βρίσκεται σε ανώτατη κοινωνική θέση, επιφανήςμσν.1. άγιος, ιερός2. φρ. α) «μέγας βασιλεύς» — ο αυτοκράτορας τού Βυζαντίουβ) «μεγάλη εκκλησία»i) η Αγία Σοφία τής Κωνσταντινούποληςii) το Οικουμενικό Πατριαρχείογ) «μέγα πράγμα» — θαύμαδ) «μέγας προφήτης» — ο Μωάμεθμσν.-αρχ.(το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) μέγα και μεγάλαπάρα πολύ («μέγα κήδεται», Ομ. Ιλ.)αρχ.1. (για φίλους) επιστήθιος2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) μέγα και μεγάλαα) ηχηρώς, μεγαλοφώνωςβ) μακριά3. φρ. «μέγα χαῑρε» — γειά σου.επίρρ...μεγάλως (ΑM μεγάλως)σε μεγάλο βαθμό, υπερβολικά, πάρα πολύ («μεγάλως αιτίους γενέσθαι», Ηρόδ.)μσν.1. με μεγάλη προσοχή, με περίσκεψη2. με δυνατή φωνή, δυνατά3. με μεγαλοπρέπεια, με λαμπρότητα4. με μεγάλη προθυμία5. με βιασύνη.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. μέγας ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *meĝәg- μεγάλος, χοντρός» και συνδέεται με: λατ. magis «πολύ», magnus «μεγάλος», αρμ. mec «μεγάλος», αρχ. ινδ. mahi «μεγάλος» (όπου φαίνεται καθαρά η ύπαρξη λαρυγγικού φθόγγου στη ρίζα) κ.ά. Το θέμα στην ελλ. έχει παρέκταση -l- (πρβλ. μεγάλ-ου) με αξία πιθ. μεγεθυντική ή υποκοριστική. Κάτι παράλληλο αλλά διαφορετικής προέλευσης συμβαίνει και στη γερμ. (πρβλ. γοτθ. mikils). Στην ίδια ρίζα, τέλος, ανάγεται πιθ. και το θέμα αγα- (< *-mĝә2 με μηδενισμένο το α' φωνήεν τής ρίζας), πρβλ. ἄγαν, ἀγάζω, ἄγαμαι (βλ. και λ. μεγαίρω). Αρχικά, το επίθ. μέγας είχε τη σημ. τής λ. μεγάλης έκτασης τού μεγάλου μεγέθους, ενώ σταδιακά έλαβε την κοινωνική σημασία τού σπουδαίου, τού άξιου.ΠΑΡ. μεγαλείος, μεγαλοσύνη, μεγαλότητα, μεγαλύνω, μεγάλως, μεγαλωστί, μέγεθοςαρχ.μεγαίρω, μεγαλίζομαιμσν.μεγαλεύομαι, μεγαλωπόςμσν.- νεοελλ.μεγαλουσιάνος, μεγαλώνωνεοελλ.μεγαλαίνω, μεγαλούτσικος.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μέγας και μεγάλος, βλ. μεγαλ(ο)-. (Β' συνθετικό) -μέγας. αρχ. μυριόμεγας, πάμμεγας, τρίσμεγας, υπέρμεγαςνεοελλ.μικρόμεγας-μεγάλος νεοελλ. μικρομέγαλος].
Dictionary of Greek. 2013.